απορος

απορος
    ἄπορος
    ἄ-πορος
    2
    1) непроходимый, труднопроходимый, непроезжий

(ὁδός, ὄρη Xen.; ἄτραπος Plut.)

; непереходимый
    

(ποταμός Xen.; πέλαγος Plat.)

    2) не(пре)одолимый, непобедимый
    

(ἄνεμος Her.; πάθη Soph.; φόβος Plat.)

    3) неутолимый
    

(ἀλγηδών Soph.)

    4) неприступный
    

(ξένος Eur.; ἄ. προσμίσγειν или προσφέρεσθαι Her.)

    5) трудный, затруднительный
    

(ζήτησις Plat.)

    6) недостижимый, недоступный
    

(σωτηρία Plat.)

    7) скудный, бедный

(δίαιτα Plat.; βίος Plut.)

; неимущий
    

(ἄνθρωποι Thuc.)

    8) беспомощный, недоумевающий, затрудняющийся
    

(τῇ γνώμῃ Thuc.)

    ἄ. ἐπ΄ οὐδέν Soph. — не зная никаких трудностей;
    ἄποροι ὄντες ἔχειν τὰ ἐπιτήδεια Xen. — не зная, как им добыть продовольствие

    9) шаткий, неверный
    

(ἐλπίδες Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "απορος" в других словарях:

  • ἄπορος — without passage masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπορος — η, ο (AM ἄπορος, ον) [πόρος] φτωχός, ενδεής μσν. νεοελλ. 1. δυστυχισμένος, άθλιος 2. κακός, ανάξιος 3. (για κάστρο ή μοναστήρι) άδειος αρχ. μσν. 1. (για τόπο) δύσβατος, αδιάβατος 2. (για καταστάσεις) πολύ δύσκολος 3. το ουδ. ως ουσ. τό ἄπορον η… …   Dictionary of Greek

  • άπορος — η, ο αυτός που δεν έχει πόρους, ο φτωχός: Για τις γιορτές των Χριστουγέννων δόθηκαν βοηθήματα στους απόρους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπορώτερον — ἄπορος without passage masc acc comp sg ἄπορος without passage neut nom/voc/acc comp sg ἄπορος without passage adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορωτάτων — ἄπορος without passage fem gen superl pl ἄπορος without passage masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορωτέραις — ἄπορος without passage fem dat comp pl ἀπορωτέρᾱͅς , ἄπορος without passage fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορωτέρων — ἄπορος without passage fem gen comp pl ἄπορος without passage masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορώτατα — ἄπορος without passage adverbial superl ἄπορος without passage neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορώτατον — ἄπορος without passage masc acc superl sg ἄπορος without passage neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρως — ἄπορος without passage adverbial ἄπορος without passage masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπορον — ἄπορος without passage masc/fem acc sg ἄπορος without passage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»